ἐξομολογήσεως

ἐξομολογήσεως
ἐξομολογήσεω̆ς , ἐξομολόγησις
admission
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξομολογητήριο — το [εξομολογώ] χώρος τού ναού στον οποίο τελείται το μυστήριο τής εξομολογήσεως …   Dictionary of Greek

  • εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά …   Dictionary of Greek

  • εξομολόγος — ο ο πνευματικός, ο ιερέας που έχει το δικαίωμα να τελεί το μυστήριο τής εξομολογήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομο λόγος (< ομός «ο ίδιος» + λόγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”